- βάγρος
- (bagrus). Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών. Ζουν κυρίως στα γλυκά νερά των ποταμών της Αφρικής, αλλά έχουν προσαρμοστεί και μπορούν να αντέξουν στα ζεστά και αλμυρά νερά των θαλάσσιων ακτών. Το κυριότερο είδος είναι ο β. ο θαλάσσιος, που φτάνει τα 60 εκ. Ζουν σε κοπάδια. Τα αρσενικά φέρουν τα αβγά μέσα στο στόμα μέχρις ότου γίνει η εκκόλαψη, αλλά και μετά εξακολουθούν να φροντίζουν τα νέα άτομα για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη διάρκεια της επώασης, τα ψάρια αυτά δεν τρώνε. Μετά όμως είναι τόσο πεινασμένα, ώστε μπορούν να καταβροχθίσουν ακόμα και τους απογόνους τους. Άλλο είδος είναι ο β. ο βαγιάδιος, που φτάνει σε μήκος το 1,5 μ. και συναντάται στον ποταμό Νείλο. Έχει ένα ραχιαίο πτερύγιο και ένα στηθαίο που βρίσκεται στο ύψος του λαιμού, καθώς επίσης έξι μουστάκια, τέσσερα στο κάτω σαγόνι και δύο στο πάνω.
Dictionary of Greek. 2013.